-
1 ἐπ-αλάομαι
ἐπ-αλάομαι, auf Irrfahrten hingelangen; Αἰγυπτίους, zu den Aegyptern, Od. 4, 83; πόλλ' ἐπαληϑείς, weit umhergeirrt, 4, 81. 15, 176; ἐπαληϑῇ 15, 401; Ap. Rh. 3, 348.
-
2 ἐπαλάομαι
A wander about or over,πόλλ' ἐπαληθείς Od.4.81
; Αἰγυπτίους ib.83: subj. [tense] aor.ἐπαληθῇ 15.401
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαλάομαι
-
3 ἐπαλάομαι
ἐπ-αλάομαι, aor. pass. subj. ἐπαληθῇ: wander to, w. acc. of end of motion, Κύπρον, Od. 4.83; πόλλ' ἐπαληθείς, ‘after long wanderings,’ Od. 4.81.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπαλάομαι
-
4 ἐπαλάομαι
ἐπ-αλάομαι, auf Irrfahrten hingelangen; Αἰγυπτίους, zu den Ägyptern; πόλλ' ἐπαληϑείς, weit umhergeirrt
См. также в других словарях:
επαλώμαι — ἐπαλῶμαι, άομαι (Α) (αποθ.) περιπλανώμαι («πόλλ ἐπαληθεὶς ἠγαγόμην ἐν νηυσί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλάομαι, ώμαι «περιπλανώμαι»] … Dictionary of Greek